ραθαπυγίζω

ραθαπυγίζω
και ῥοθοπυγίζω Α
χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *ῥαθαγοπυγίζω) τής οποίας το α' συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. ῥάθαγος «ήχος, θόρυβος, ψόφος» (πρβλ. πάτ-αγος) και β' συνθετικό η λ. πυγή «οπίσθια». Αρχικός θεωρείται ο τ. με φωνηεντισμό -α- ενώ οι τ. ῥοθοπυγίζω / ῥοθοπυγισμός πρέπει να έχουν σχηματιστεί κατ' επίδραση τής λ. ῥόθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ράθαγος — ὁ, Α 1. θόρυβος, κρότος 2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω] …   Dictionary of Greek

  • ροθοπυγίζω — Α βλ. ῥαθαπυγίζω …   Dictionary of Greek

  • ῥαθαπυγίζειν — ῥαθαπῡγίζειν , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθαπυγίζων — ῥαθαπῡγίζων , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”